Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Για να μην γίνει η απώλεια, συνήθειά μου

Η πρώτη μου ιστορία στο «Βαλς των χαμένων ονείρων» θέλω να είναι η ιστορία του Στράτου. Για την ακρίβεια, η δημιουργία του μπλογκ επισπεύσθηκε γιατί το συγκεκριμένο κείμενο ήταν εσωτερική μου ανάγκη να δημοσιευθεί σήμερα, Παρασκευή 15 Οκτωβρίου, που συμπληρώνονται 14 χρόνια χωρίς αυτόν.


Σκέφτομαι συχνά πως οι άνθρωποι οφείλουν να αποστασιοποιούνται από τις απώλειές τους. Δουλειές χάνονται παντού στον κόσμο, σχέσεις διαλύονται και φέρνουν άλλες και άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους  χιλιάδες χρόνια τώρα. Δίκαια – άδικα, δεν έχει σημασία. Νωρίς – αργά είναι κι αυτό σχετικό. Συμβαίνει να ζούμε με τις απώλειές μας κι ίσως αυτές να είναι ένας σημαντικός λόγος που συνεχώς αποκτούμε καινούριες δουλειές, καινούριες σχέσεις, καινούριους ανθρώπους. Δε θα ‘ταν ποτέ δυνατόν να ζούμε για πάντα με όλα όσα βρέθηκαν στο δρόμο μας. Θα ταν μεγάλο βάρος αυτό. Θα ‘μασταν κι εμείς μεγάλο βάρος για τους επόμενους αν ζούσαμε για πάντα και μάλιστα σέρνοντας μαζί μας όλα όσα δεν χάσαμε.
Κι όμως, ακόμη κι αν το περιγράφω πιστευτά όλα αυτό, έρχονται στιγμές που δεν μπορώ να το ανεχτώ. Θέλω να φέρω πίσω αυτό που έχασα και που ήταν το μόνο που δεν θα ήθελα να χάσω. Γιατί να μην με ρωτήσει άραγε κάποιος; Γιατί να μην διαλέξω εγώ την απώλειά μου; Να φέρω τουλάχιστον το βάρος της επιλογής. Να περνάει από το χέρι μου αυτό που θα αφήσω…
Πέρασαν 14 χρόνια από τότε. Δεν είναι λίγα αλλά ούτε και πολλά. Είναι τόσα ώστε να πρέπει να μιλήσω γι αυτόν. Είναι λίγα για να έχω ξεχάσει λεπτομέρειες και πολλά για να συνεχίσω να δείχνω ανωτερότητα στην απώλειά του. Είναι 14 χρόνια που μια καρδιά δεν χτυπά κι ένα σώμα δεν κινείται στο χώρο μου. Κι ας ήταν σίγουρο ότι δε θα ενοχλούσε κανέναν.
Η ιστορία του παιδιού που έχει το ίδιο όνομα με το δικό μου παιδί αρχίζει το 1940. Μια μάνα πείθεται να μην κάνει έκτρωση. Συμφωνεί να δώσει το παιδί της σ’ αυτήν που θα την ξεγεννούσε. Δεν το κάνει ποτέ γιατί το πρώτο κλάμα ξυπνά το ένστικτο που κοίμισε η φτώχια και η προσφυγιά. «Ας τον βγάλουμε Στράτο», ήταν η επιθυμία της γυναίκας που δεν τον υιοθέτησε.
Η ζωή δε σταματά όταν πέφτουν βόμβες κι έτσι ο πρωταγωνιστής αυτής της «ιστορίας με λυπημένο τέλος» βρέθηκε ξυπόλυτος, με κοντό μαλλί και μάτια όλο απορία να το σκάει απ’ το μεταπολεμικό σχολείο για να δουλέψει από τα εννιά του χρόνια. Ευκαρπία – Λαδάδικα με τα πόδια και επιστροφή αργά τη νύχτα. Ο πατέρας του ένας σχεδόν τυφλός οργανοπαίκτης που τον έλεγαν Ιάκωβο. Με το ούτι του, μάζευε τα βράδια όλη τη γειτονιά. Πριν παίξει, έπαιρνε μια παλιά εφημερίδα και διάβαζε σε όλους «τα νέα». Κάθε βράδυ με την ίδια εφημερίδα. Συχνά την έπιανε επίτηδες απ’ την ανάποδη. Τα νέα ήταν παλιά από τότε. Το θέμα ήταν να τα ερμηνεύσεις και να τα μεταφέρεις με τον δικό σου τρόπο.
Λεφτά πολλά δεν υπήρξαν ποτέ στη ζωή του παππού του γιου μου. Υπήρχε όμως μουσική, λόγος κι ένα ατόφιο συναίσθημα φερμένο από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η Τέχνη του να αγαπάς τους ανθρώπους. Ο Στράτος την έμαθε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έμαθε να λιώνει τον κασσίτερο και να κολλάει τα δοχεία του τυριού. Μια πυρωμένη βέργα έλιωνε την πρώτη ύλη ακριβώς στο σημείο που ο ντενεκές με το τυρί ακουμπούσε το καπάκι του. Φαίνεται εύκολο αλλά δεν ήταν. Τουλάχιστον όχι για όλους. Δουλειά με το κομμάτι για δέκα χρόνια μαζί με τον αδελφό του. Αποτέλεσμα: Ένα διώροφο σπίτι, ένας γάμος, δύο παιδιά, ένα αυτοκίνητο, ένας κήπος και κυρίως μια καθημερινότητα χωρίς «μην» σε όσα λαχταρά μια ψυχή να αγοράσει τη στιγμή που ξέρει ότι δεν της φτάνουν τα λεφτά. Λεφτά χωρίς λεφτά: Τέχνη μεγαλύτερη κι από την αγάπη για τους ανθρώπους, μεγαλύτερη κι από το να λιώνεις επιδέξια το καλάι και να δίνεις ζωή σ’ ένα χρησιμοποιημένο τενεκέ.
«Τενεκετζής». Γράφτηκε στην ταυτότητα με δισταγμό αλλά αν μπορούσατε από μια γωνιά να δείτε  τι σημαίνει αυτό στην πράξη, θα καμαρώνατε για τη δουλειά του πατέρα σας όσο κι εγώ εκείνο το καλοκαίρι του 1985 που αποφάσισα να το περάσω μαζί του στο τυροκομείο «Χουλιβάτος – Τσιγαρίδας». «Στην ηλικία σου δούλευα βοηθός σε εμπορικό μαγαζί με αλίπαστα», μου είχε πει ένα μεσημέρι. «Ανεβαίναμε στο πατάρι, ανοίγαμε στα κρυφά μια κονσέρβα κάθε ημέρα και το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν πως θα εξαφανίσουμε το άδειο κουτί.» 60 χρόνια μετά έκανα δικό μου το ακριβώς διπλανό μαγαζί από τα αλίπαστα του «Φευγατίδη». Κάθε φορά που κατεβαίνω την οδό Λαγκαδά με το αυτοκίνητο τον φαντάζομαι να την ανεβαίνει λαχανιασμένος με το ποδήλατό του. Το είχε αγοράσει πέντε χρόνια μετά το πρώτο του μεροκάματο και, όπως μου είχε πει γελώντας, του φαινότανε παιχνιδάκι η διαδρομή κάνοντας πετάλι, σε σύγκριση με το περπάτημα των προηγούμενων χρόνων. Όταν χαλαρώνει η δουλειά στο «Σάρωθρον» τον ξαναβλέπω μπροστά μου μέσα στον πεζόδρομο της Κατούνη. Περπατά με βήμα κουρασμένο και κρατά στο χέρι μια σακούλα πράσινα μήλα. Δεν αγόρασα ποτέ, κι ας μου φαίνεται τόσο γοητευτικά τραγικό να γυρίζει ένας εβδομηντάχρονος τα Λαδάδικα εκλιπαρώντας για πέντε ευρώ. Τη δική μου την ανάμνηση θέλω να την πληρώσω περισσότερο.
Προσπαθώ να θυμηθώ τι αγαπούσε περισσότερο ο πατέρας μου. Τον κήπο του, τα σκυλιά του, την μουσική, την καλή ρετσίνα, το ποδόσφαιρο. Δεν τον ρωτήσαμε ποτέ αν αγαπά κι εμάς. Δεν μας άφηνε κανένα περιθώριο να αναρωτηθούμε. Δεν μας δημιουργούσε καμιά ανασφάλεια το φέρσιμό του κι ίσως αυτό μας στέρησε τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε το μέγεθος της αγάπης τη στιγμή που την εισπράτταμε.
Μια μέρα στην Τούμπα, λίγο πριν αρχίσει ένας αδιάφορος αγώνας μου έπιασε το χέρι. «Ξέχνα το ματς», μου είπε. «Μην χαζεύεις την κερκίδα για λίγο. Σκέψου ότι είσαι εσύ, εγώ και σε λίγο αυτό θα τελειώσει. Κάν’το αν μπορείς να μην τελειώσει». Μετά τον θάνατό του έκανα αρκετά χρόνια να ξαναπάω στο γήπεδο. Νόμιζα ότι δε θα είναι τίποτα πια ίδιο. Το μετάνιωσα όταν κατάλαβα ότι το «να μην τελειώσει» ήταν ακριβώς αυτό. Το να πηγαίνω μόνος σα να είμαστε μαζί. Το να πηγαίνει κάποιος άλλος Στράτος με τα ίδια μάτια και την ίδια αγάπη. Όχι για μια ομάδα, ούτε για έναν πατέρα. Με την ίδια αγάπη για τον εαυτό του και για τη ζωή.
Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που «έφυγε». Γύρω στις 7 το πρωί με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. Είχε πάει να του κάνει καφέ γιατί δεν ένιωθε καλά και είχε αποφασίσει να μην πάει στη δουλειά. Εκανε να σηκωθεί, έπεσε στον διάδρομο, το ασθενοφόρο άργησε κι εμείς μάθαμε στα σκαλιά του Ιπποκράτειου απλά ότι τον πρόδωσε η καρδιά του. Είχα απολυθεί τρεις μέρες πριν απ’ το ναυτικό. Στην τσέπη μου είχα 200 δραχμές κι όταν μερικές μέρες αργότερα βρήκα το παντελόνι της δουλειάς του, έψαξα ασυναίσθητα τις τσέπες. Στη μία είχε μέσα δύο διπλωμένα πεντακοσάρικα. Δεν είπα σε κανέναν ότι τα πήρα κι όταν το βράδυ πήγαμε για μια σοκολάτα με τον Νίκο στο «Ελιξίριο», πλήρωσα εγώ. Ηταν το ωραιότερο πράγμα που ένιωσα γι αυτόν. Σημαντικότερο κι απ’ το γήπεδο κάθε Κυριακή. Σπουδαιότερο κι από το όνομα που έδωσα στον γιο μου. Πιο δυνατό κι από τις ιστορίες που βάζω τον αδελφό του να μου διηγείται. Πέρασαν 14 χρόνια κι εγώ ακόμη βρίσκω στα λερωμένα παντελόνια του διπλωμένα πεντακοσάρικα. Και δεν τελειώνουν ποτέ. Ισως γιατί δεν «περνάνε» στα κάθε λογής «Ελιξίρια». Ισως γιατί είναι το μόνο νόμισμα με το οποίο θα μπορούσε να με «προικίσει» αυτός ο τόσο κοινότυπος πατέρας. Ο ένας από τους χιλιάδες που βλέπω να έχουν φτάσει στα εβδομήντα. Ψεύτικα πεντακοσάρικα. Λεφτά χωρίς λεφτά. Ζωή «με τα ψέματα». Γιατί ένα ψέμα μόνον με ψέματα αντέχεται. 
Πριν συμπληρωθούν σαράντα μέρες από το θάνατό του, αποφάσισα να πάρω ένα στυλό και να γράψω τα πρώτα μου στιχάκια. Μου φάνηκε πολύ «δικό μου» αυτό που προέκυψε κι έτσι το κράτησα σ' ένα χαρτάκι. 

Στην εποχή μας οι παλιοί φεύγουν απροσδόκητα
χωρίς τελετές διαδοχής, πριν ακούσουν ένα «πατέρα ξεκουράσου».
Εμείς απομένουμε ζαλισμένοι
σα νεοσσοί που καλούνται να εκκολάψουν αυγά μεγαλύτερα απ’ το μπόι τους,
σαν κοριτσόπουλα που παρατούν το σχολείο για να παντρευτούν.
Κι ενώ όλοι μάς συμπονούν και ψάχνουν τρόπο να μας βοηθήσουν
Εμείς, θαρρείς από αρχέγονο ένστικτο επιβίωσης,
σκοτώνουμε όλα τα παλιά μας κύτταρα και φτιάχνουμε καινούρια.
Η καρδιά σκληραίνει, ο νους αλλάζει ρότα.
Γινόμαστε οι γονείς μας, χωρίς νωρίτερα να έχουμε υπάρξει παιδιά.


Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να πάω στο μνήμα του. Οποτε το έκανα ήταν από αγγαρεία. Όπως σήμερα που πρέπει να του ανάψουμε όλοι μαζί ένα κεράκι. Ο ίδιος αν του ζητούσαμε να πάει στο μνημόσυνο του, θα προτιμούσε να μας περιμένει στην αυλή. Δε θα το κάνω, φυσικά. Θα πάω και θα πιω κι έναν καφέ με τους συγγενείς, αλλά το μυαλό μου θα είναι στο πλακόστρωτο της Κατούνη. Στην Ευκαρπία είναι το μνήμα και στα Λαδάδικα η μνήμη. Στα νεκροταφεία είναι οι νεκροί κι εγώ γράφω αυτό το κείμενο για να πω στους φίλους μου ότι ο πατέρας μου δεν «έφυγε» ακόμα. Το ποτό θα το πιούμε στην υγειά του, όχι στην μνήμη του… 

6 σχόλια:

  1. για πολλα χρονια με εκανες να γελαω, σημερα με εκανες και να κλαψω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Καν'το αν μπορείς να μην τελειώσει...". Κι εσύ το συνεχίζεις μέχρι σήμερα. Στο γήπεδο,στο πώς νιώθεις... Αυτό σου εύχομαι.Και να έχεις πάντα τόσο διαυγή και καθάρια σκέψη,όσο το γράψιμό σου.Να 'σαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι άνθρωποι "πεθαίνουν" όταν πάψουμε να τους θυμόμαστε και να τους υμνούμε, άρα ο πατέρας σου ζει.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέρα Άκη . . .
    Φιλιά στην Αλίκη την γυναίκα σου και στα παιδιά σας . . .
    Γράφεις υπέροχα και με συγκίνησες πάλι , διαβάζοντάς το . . .

    ΑπάντησηΔιαγραφή