Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Ο θείος μου ο Πάνος που... θα σκότωνε τον σεισμό


Εκείνο το πρωί ξύπνησα όπως κάθε φορά μετά από κακό ύπνο: Με έντονο το τελευταίο όνειρο και με φρικτό πονοκέφαλο. Ήμασταν, λέει, με τον Θείο Πάνο στο Σάνη Μπιτς κι ένας βάτραχος με είχε εγκλωβίσει στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Πέντε χρονών εγώ, μικρό παιδί. Ούτε μπρος να κάνω, ούτε πίσω. Οι γονείς μου αλλού και ο βάτραχος να πλησιάζει. Ξαφνικά έρχεται με ήρεμη φωνή ο Θείος, με παίρνει από το χέρι, χωρίς καν να καταλάβει ότι έχω φοβηθεί από κάτι, και με πηγαίνει κάτω στην παραλία. Σε μια χρυσαφένια, μεγάλη παραλία για να μαζέψουμε πετρούλες και κοχύλια. 


Πριν ηρεμήσω άκουσα το κινητό μου να χτυπά στην υπενθύμιση. Εννιά παρά δέκα το πρωί. Ο ήλιος ντάλα. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να είμαι κέντρο. Δεν είχα χρόνο για καφέ. Η Αλίκη και τα παιδιά ήταν από μέρες στο Καλαμίτσι κι εγώ μόνος κι έρημος στην Ευκαρπία. Είχα αργήσει στην εκπομπή. Πήρα δυο ντεπόν κι έφυγα. Ξύπνησα από τον αέρα επάνω στο μηχανάκι και μπαίνοντας στο στούντιο είπα στον εαυτό μου ότι με το τέλος της εκπομπής θα ψάξω τον Θείο Πάνο στο τηλέφωνο μπας και πιούμε καφέ.

Από τον αδελφό της μητέρας μου έχω μόνον όμορφα πράγματα να θυμάμαι. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου τον υποδεχόμουν από μακρινά ταξίδια όπου έπαιζε κιθάρα σε ξενοδοχεία της Μέσης Ανατολής με ένα συγκρότημα. Κοσμοπολίτης, καλοντυμένος, χαμογελαστός, πράος, τρυφερός, γεμάτος καλοσύνη και ωριμότητα. Εφερνε δώρα, χάριζε χαμόγελα, έχωνε καλά διπλωμένα χαρτονομίσματα στις τσέπες μας και μάς πήγαινε βόλτες. Βόλτες γεμάτες εικόνες, φιλιά και αγκαλιές απ' αυτές που τις κουβαλάς μια ολόκληρη ζωή μαζί σου γιατί συνθέτουν το συναισθηματικό σου οπλοστάσιο και δυναμώνουν τον ψυχικό σου κόσμο. Χανόμουν στη δισκοθήκη του. Χάζευα ένα ακριβό σουβενίρ από την Αφρική ή μια σπουδαία βελόνα από πικάπ και μου 'λεγε: «Το θέλεις; Πάρ' το. Πάρε κι εκείνο, και το άλλο και το παρ' άλλο... Μην ντρέπεσαι, δε θα το πούμε σε κανέναν, θα είναι το μυστικό μας...» Αυτός ήταν κι αυτός είναι ο Θείος μου ο Παναγιώτης. Δεν είχε «τανκς» για να φοβίσω τους συμμαθητές μου, είχε όμως μια αύρα για να μην τους φοβάμαι ούτε εγώ γιατί μου μάθαινε πράγματα που οι άλλοι ούτε στον ύπνο τους δεν θα έβλεπαν ποτέ.
Επειτα τα χρόνια πέρασαν σαν ένα άνοιγμα των βλεφάρων μας. Χίμηξαν να μας αλλάξουν. Στην όψη, στις συνήθειες, στις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Αυτός παντρεύτηκε μια πανέμορφη γυναίκα κι έκανε παιδιά. Μεγάλωσαν τα παιδιά, μεγάλωσα ακόμη περισσότερο εγώ, η γυναίκα του έφυγε από τη ζωή κι έμεινε μόνος να αναμετράται με το παρελθόν του, τις ένδοξες μέρες των πολλών χρημάτων και των πολλών συναναστροφών, τις μουσικές, τα ταξίδια, τη ζωή. Τον έχασα κι απ' τον κόσμο μου, κι από το μυαλό μου κι όποτε τον θυμόμουνα ένιωθα σαν τον νοικάρη που αποφεύγει τον σπιτονοικοκύρη του γιατί έχει απλήρωτα τρία νοίκια. Νοίκια συγγένειας κι αγάπης, ακριβά κι αναντικατάστατα. Δεν μου κράτησε ποτέ κακία που δεν ήμουν δίπλα του, δεν μου είπε ποτέ μια κουβέντα που να με στεναχωρήσει, κι ας την άξιζα, γιατί... ήταν ο Θείος Παναγιώτης. Ο ίδιος στα νιάτα και στα γεράματα. Μόνον την τελευταία φορά που του είπε ο μεγάλος του γιος ότι θα με συναντήσει, του ξέφυγε μια φράση, σαν χαιρετίσματα με πόνο: «Πες του ότι μου  υποσχέθηκε να πιούμε καφέ και με ξέχασε ο μπαγάσας», είπε στον Νίκο, κι αυτός μου το μετέφερε προτρέποντας με να μην τον συνερίζομαι... Ισως γι αυτό να τον είδα στον ύπνο μου εκείνο το βράδυ. Ηρθε ο ίδιος γιατί δεν εμπιστεύονταν τον γιο του να μου δώσει τα χαιρετίσματα.

Περίμενα πως και πως να τελειώσει η εκπομπή, του τηλεφώνησα και μισή ώρα μετά ήμουν στην Επτάλοφο. Μπήκα στο σπίτι διστακτικά. Εκανα δυο βήματα κοιτάζοντας τους τοίχους κι όταν με αποκάλεσε «Ακο»... τα θυμήθηκα ξανά όλα. Βγήκαμε στο στενό μπαλκόνι με το γερμένο στα κάγκελα δέντρο. Εγώ είχα το βλέμμα μου και το μυαλό μου μέσα. Μου μιλούσε και κοιτούσα το βάζο με τα βότσαλα από το Σάνη, τους αλαβάστρινους ελέφαντες στο παλιό σκρίνιο, τον καναπέ που αγόρασα με τα χρήματα της καλοκαιρινής μου δουλειάς στα 14 και που η μάνα μου τού τον χάρισε μετά από 15 χρόνια για να κοιμάται. Είδα το στενόμακρο ξύλινο έπιπλο - στερεοφωνικό, τις μπομπίνες του, το βίντεο όπου ακόμη γράφει αρχειακές εκπομπές, την κλασική του κιθάρα, τις φωτογραφίες του νέος, όλος ζωή και δύναμη. Ολος ομορφιά και χαμόγελο. Του παράγγειλα καφέ για να με αφήσει μόνο μου να χαϊδέψω το κάθε τι στο χώρο, όπως τότε που ήμουνα μια σταλιά και το ακουμπούσα και μια φωνή μου έλεγε «πάρ' το. Εχει μεγαλύτερη αξία αν είναι δικό σου γιατί σε αγαπάω και θέλω να σε κάνω χαρούμενο κάθε στιγμή, με τα πιο απλά πράγματα και τους πιο αυτοσχέδιους τρόπους».


Οταν μετά από λίγη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο, λέγαμε τα δικά μας. Για την Αλίκη και τα παιδιά, για τη ζωή μετά τον Αγγελιοφόρο, για τη μάνα μου, το σπίτι στην Ευκαρπία, το Σάρωθρον, το ραδιόφωνο. Πήγαινα να αλλάξω συζήτηση, να τον ρωτήσω κάτι γι αυτόν, αν τα καταφέρνει με τις δουλειές του σπιτιού, αν τα φέρνει βόλτα με την μικρή του σύνταξη, αν γράφει τραγούδια... «Ασε με εμένα. Πες μου τα δικά σου. Ποιος ξέρει πότε θα σε ξαναδώ...», απαντούσε. Το κινητό επέμενε, έγραφε «Σίσιου» στο καντράν. Το σήκωσα λοιπόν και τότε η φίλη μου η Ρίτα μου έδωσε την καλύτερη ιδέα για να ζήσω λίγες ακόμη όμορφες στιγμές μ' αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο... Η Ρίτα διοργάνωνε τις συναυλίες - αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στην Θεσσαλονίκη. Είχε πάρει να με ρωτήσει κάτι για τις προσκλήσεις που κλήρωνα από την εκπομπή. Της εξήγησα πού είχα στείλει τα ονόματα και πριν κλείσει μου ήρθε η ιδέα: «Δηλαδή αν έρθω το βράδυ με τον Θείο μου τον Πάνο θα μας βολέψετε κάπου;» Η απάντηση φυσικά ήταν ναι...

Του άρεσε αμέσως η ιδέα. Δεν μπήκε καν στον κόπο να μου πει ένα όχι για να επιμείνω. Δώσαμε ραντεβού στις 8μιση να έρθω να τον πάρω με το μηχανάκι κι έφυγα βιαστικά για να προλάβω κάτι ιδιαιτέρως ασήμαντο που δε χωρούσε αναβολή...

Το βράδυ ήρθε. Κι έφυγε. Κι έφυγαν από τότε σαράντα βράδια. Ειλικρινά σας λέω, δεν έχω ζήσει πληρέστερη, ομορφότερη, δυνατότερη εμπειρία τα τελευταία χρόνια. Ακουσα, έμαθα, αγκάλιασα, θυμήθηκα, έκλαψα, σκίρτησε μέσα μου ένας κόσμος μακρινός αλλά όλος δικός μου. Ο παιδικός μου κόσμος. Ψιθυρίζαμε στίχους ποιητών, ταξιδεύαμε με τις μουσικές του Μίκη και κρατιόμασταν χέρι χέρι, όπως εκείνο το πρωινό στο όνειρο, που με κατέβασε από το μπαλκόνι και μαζέψαμε κοχύλια στο Σάνη. Οπως στις δεκάδες βόλτες μας ή στο καθιστικό του σπιτιού του που ακούγαμε «αναμετάδοση». Ο κουμπάρος μου ο Θανάσης, ο οποίος είχε έρθει εκεί να μας βρει, έστεκε διακριτικά λίγο παραπέρα. Τα βλέμματά μας αντάμωναν σε κάποιο γνωστό τραγούδι κι έπειτα τον αφήναμε πάλι να πιει το ποτό του για να πούμε τα δικά μας. Μου περιέγραφε τη συνεργασία του με τη Σούλα Μπιρμπίλη. Τον ρωτούσα για εκείνα τα δυνατά πολιτικά χρόνια που ήταν όλοι τους νέοι και δραστήριοι. Μου αποκάλυψε πως ο πατέρας του και παππούς μου είχε κατέβει υποψήφιος βουλευτής με την ΕΔΑ του Ιωάννη  Πασαλίδη πριν το '60, παρ' ότι ο αδελφός του ήταν αρχηγός του Στρατού και δεξιός. Φούσκωνα από περηφάνια, παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ η βραδιά κι όταν αυτό συμβεί να μπορώ να τα θυμάμαι όλα. Να τον θυμάμαι όπως τον αγάπησα κι όπως τον βρήκα εκείνη τη ζεστή νύχτα στο Θέατρο Δάσους για να γίνω καλύτερος, για να του μοιάσω λίγο, αν μπορώ. Ενιωσα το κινητό μου να δονείται μέσα στο τζιν. Ηταν ένα μήνυμα από την αδελφή μου η οποία είχε μόλις μάθει ότι βγήκαμε με τον θείο. «Χαίρομαι τόσο που το έζησες έτσι», μου έγραφε. «Μακάρι να είναι καλά και να τον χαρούμε όσο μπορούμε». Ηταν η «δική μου» Αναστασία. Αυτή με τα κοτσιδάκια. Ο,τι είχε πληθυντικό σ' αυτά που σας περιέγραψα ότι ζήσαμε με τον θείο, μαζί της τα έζησα κι αυτό είναι συγγένεια μεγαλύτερη από την εξ αίματος.

Οταν τελείωσε η συναυλία και χειροκροτήσαμε με όλη την ψυχή μας ηθοποιούς, μουσικούς κι ερμηνευτές, του χάρισα το πρόγραμμα τη παράστασης. Το κράτησε στα χέρια του σαν φυλακτό. Του είπαμε με τον Θανάση να έρθει μαζί μας στο Σάρωθρον για ένα ποτό αλλά αντέτεινε μια τεράστια αλήθεια. Την δική του βαθιά φιλοσοφημένη αλήθεια που τον κρατάει τόσο όμορφο ακόμη και στα 78 του χρόνια: «Αν μου επιτρέπετε, δε θέλω να χαλάσει κανένας ήχος αυτήν την μουσική μνήμη που έχω κρατημένη μέσα μου. Αυτά είναι για σας τους νέους που ψάχνετε τρόπους να μην τελειώσει ό,τι ζείτε. Για μένα έχει νόημα όταν τελειώνει νωρίς. Και για απόψε δεν υπάρχει κάτι άλλο να με γεμίσει». Στο μηχανάκι δε μιλούσαμε. Με κρατούσε από τη μέση και ο αέρας χτυπούσε το πρόσωπό μας μέσα από το κράνος. Τον άφησα κάτω από το σπίτι και εξαφανίστηκα. Εξαϋλώθηκα. Με πήρε η μπάλα για μέρες μέχρι τον 15Αύγουστο που τον πήρα τηλέφωνο για χρόνια πολλά. «Να έρθεις να πιούμε καφέ Ακο. Εχω κάτι φυλάξει για σένα. Κάτι μουσικές σε CD. Κάθισα και ηχογράφησα κι εκείνο το τραγούδι που σου έλεγα ότι είπαμε ένα βράδυ στο Αμπου Ντάμπι. Τότε που ο ΠΑΟΚ είχε πάρει το κύπελλο του '72 και κάναμε κερκίδα οι Αρειανοί μαζί με τους ΠΑΟΚτσήδες...». Αυτός είναι ο Θείος μου. Ο «Θείος ΠΑ», όπως τον έλεγα το 1978, τρομαγμένος από τον σεισμό στη Θεσσαλονίκη. «Θα φωνάξω τον Θείο ΠΑ να σκοτώσει τον σεισμό», έλεγα στον πατέρα μου και γελούσαν όλοι. «Το έχω σε κασέτα», μου είχε πει μια μέρα και θά 'θελα πολύ να την βρει και να μου την δώσει. Να ακούσω την φωνή μου σε μια μαγνητοταινία του '78. Να ακούσω τα γέλια των μεγάλων, τις ανάσες τους. Τον ήχο από το μπαστούνι του παππού μου κι εκείνο το «Βούλγαρε», που μου έλεγαν όλοι. Μακάρι να μπορούσα να τα έχω όλα πάλι πίσω. Να κάνουν έναν μεγάλο κύκλο γύρω από το στερέωμα και να επιστρέψουν μπροστά μου. Μακάρι να μπορούσα να τα αγοράσω αλλά δεν πωλούνται. Είναι αυτά τα πανάκριβα αγαθά που ευλογούν την ύπαρξή μας και μεγεθύνουν όσα ζούμε για να αντέξουμε ευκολότερα τον όλεθρο της διαπίστευσης πως όλα κάποτε τελειώνουν χωρίς ΜΕΤΑ για κανέναν.

υ.γ.: Αραγε, τι ώρα να είναι τώρα; Είναι αργά για να τον πάρω ένα τηλέφωνο; Θέλω να του πω πόσο περισσότερο αγαπώ τα παιδιά έχοντάς στο μυαλό μου την εικόνα του. Το παράδειγμα ζωής του. Τα πολύτιμα συναισθήματα που δεν τσιγκουνεύτηκε να μας δώσει τότε που τα είχαμε ανάγκη, χωρίς να το ξέρουμε. Θέλω να του διαβάσω τα στιχάκια μου. Να καθίσει στον πρώην καναπέ μου (ξέρεις εσύ Αναστασία, εκείνον τον μπλε) και να πάρει την παρτιτούρα με το μολύβι να τους βάλει μουσική. Να πάρουν σάρκα και οστά τα μικρά μας όνειρα. Να τα αφήσουμε στο δρόμο να περπατήσουν και να ζήσουν για μας. Να κρατήσουν στα χέρια τους κι εκείνα τα ασήμαντα αντικείμενα που όμως κάποτε υπήρξαν για μας σπουδαία. Τα κοχύλια, τα βινύλια, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες... Και στο τέλος να επιστρέψουν όλα στο πατρικό σπίτι για να τα βρούνε οι επόμενοι και να τα προσθέσουν στα δικά τους. Γιατί μπορεί η ζωή να είναι μία αλλά η διαδοχή την πολλαπλασιάζει και η ενέργειά μας επιστρέφει σαν αύρα και οπτασία, σαν κουλτούρα και συναίσθημα. Τότε είναι που λες: «Δε θέλω κι άλλο. Θέλω αυτό. Τα άλλα ζήστε τα εσείς. Σας ανήκουν κι έτσι είναι και δικά μου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ».

9 σχόλια:

  1. Άκη φίλε μου, δεν γνώριζα ότι μπορείς να περιγράψεις τόσο όμορφα, γλαφυρά και με πολύ ακρίβεια, σχέσεις και συναισθήματα. Ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για μένα. Μπράβο σου. Να είσαι καλά και σύ και ο αγαπημένος σου θείος.

    Πρόδρομος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο 'Aκη! Ο γραπτός σου λόγος συντροφιά με τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν από την πραγματική ιστορία παντρεύονται και δημιουργούν μια φανταστική εικονοπλασία σε εμάς άσχετοι επί της ιστορίας και όμως γεμίζουμε όμορφες αισθήσεις .πρέπει να πω ότι και έμενα με εξέπληξες ευχάριστα! :-)

    'Ευα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εύα σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Αν ήξεραν και οι υπόλοιποι που τους αρέσουν τα κείμενά μου πόσο πολύ με βοηθάνε τέτοια σχόλια, θα έγραφαν κι αυτοί...

      Διαγραφή
  3. Ακη αν και σε γνωρισα σε μια δυσκολη στιγμη της ζωης και με βρηκες ευκαιρο να μου τα χωσεις διχως την αντισταση που θα προεβαλλα υπο αλλες συνθηκες, οφειλω να σου πω οτι τα ματια μου βουρκωσαν απο τα συναισθηματα που με κατεκλυσαν διαβαζοντας το υπεροχο κειμενο σου. Ηθελα να τρεξω να αγκαλιασω τα παιδια μου, να τους μαθω πραγματα, να κανουμε βολτες και ολα ταυτοχρονα. Παραλληλα βλαστημαω που ειμαι τοσο μακρια απο την οικογενεια μου και δεν εχω καποιον που θα με ειχε ως "Θειο ΠΑ".
    Μπραβο σου ρε "μπαγασα" αν και παοκτζης καλα τα γραφεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. geia soy Aki!
    πάντα γράφεις όμορφα!
    καλές γιορτές σε σένα και στην όμορφη οικογένεια σου!
    Χρόνια πολλά με υγεία πάνω απ όλα!
    και πολλές όμορφες στιγμές..οπως την μέρα παρουσίασης του βιβλιοσιντί του Δημήτρη Ζερβουδάκη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ όμορφο, συγκινητικό και αληθινό... Ευχαριστώ που το μοιράστηκες :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου Άκη . . .
    Θυμόμουν πως ήταν τέλος του Αυγούστου αλλά όχι ακριβώς ημερομηνία
    Στις 26 τελικά , διάβασα στην Παράλλαξη , σωστά ?
    Ευχές για καλή συνέχεια στη ζωή σου , να χαίρεσαι και σε χαίρεται η οικογένειά σου κι οι δικοί σου άνθρωποι . . .
    Νέο άρθρο δεν θα γράψεις ? αν και ούτε όλα νομίζω τα έχω διαβάσει . . .
    κι αξίζει να ξαναδιαβάσω όσα έχεις γραμμένα .
    Με εκτίμηση
    Κατερίνα Μαλάμη

    ΑπάντησηΔιαγραφή