Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Ψυχές κρυμμένες σε σακάκια


«Κάποιες φορές στον ύπνο σου πιάνεις κουβέντα με τους ανθρώπους που έφυγαν για πάντα / Ξυπνάς έντρομος και ψάχνεις  να τους βρεις στα άδεια δωμάτια / Στο μέρος της ντουλάπας που φύλαγαν τα ρούχα τους, σε μια παλιά τους εργαλειοθήκη, στο αυτοκίνητο που σκουριάζει σκονισμένο στον κήπο / Άλλοτε πάλι κοιτάς τα χέρια σου και είναι σα να βλέπεις τον χαμένο σου πατέρα / Ίδιο το μάκρος των δακτύλων, ίδιες οι ζάρες που κάνει το δέρμα όταν επάνω του κατακάθονται μνήμες και ενέργεια του σύμπαντος / Και είσαι τότε σίγουρος πως η ψυχή των αγαπημένων σου ανθρώπων δεν έφυγε ποτέ από κοντά σου / Είναι κρυμμένη στα ρούχα που μοιράστηκε η γειτονιά  την τρίτη ημέρα / είναι σ’ εκείνο το διπλωμένο κατοστάρικο που βρέθηκε στην μέσα τσέπη απ’ το σακάκι μαζί μ’ ένα τηλέφωνο χωρίς όνομα / Γιατί εκεί ψηλά οι ψυχές των ανθρώπων δεν έχουν πια ονόματα και λένε μεταξύ τους τα πάντα με το βλέμμα και με τις σιωπές».

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Οποιος αγάπησε δεν ξέρει να το πει


«Κι αν θέλουμε πραγματικά να αγαπηθούμε εμείς οι δυο, ας μην πούμε τίποτα για την αγάπη /  Μόνο να κοιταχθούμε σιωπηλά κι επίμονα για μέρες / Να φύγει από μπροστά μας η καταχνιά της περιρρέουσας  χυδαιότητας /  Να μείνει μόνον η λαχτάρα για ένα τυχαίο άγγιγμα / Να είμαστε απλά ένα αγόρι και ένα κορίτσι πριν το πρώτο τους φιλί / Αυτό είναι το τίμημα των συνεσταλμένων του έρωτα: Να τον αναζητούν με τον δικό τους τρόπο / Να περιμένουν όσο χρειαστεί ρισκάροντας  να μην τον βρουν ποτέ».