Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Ψυχές κρυμμένες σε σακάκια


«Κάποιες φορές στον ύπνο σου πιάνεις κουβέντα με τους ανθρώπους που έφυγαν για πάντα / Ξυπνάς έντρομος και ψάχνεις  να τους βρεις στα άδεια δωμάτια / Στο μέρος της ντουλάπας που φύλαγαν τα ρούχα τους, σε μια παλιά τους εργαλειοθήκη, στο αυτοκίνητο που σκουριάζει σκονισμένο στον κήπο / Άλλοτε πάλι κοιτάς τα χέρια σου και είναι σα να βλέπεις τον χαμένο σου πατέρα / Ίδιο το μάκρος των δακτύλων, ίδιες οι ζάρες που κάνει το δέρμα όταν επάνω του κατακάθονται μνήμες και ενέργεια του σύμπαντος / Και είσαι τότε σίγουρος πως η ψυχή των αγαπημένων σου ανθρώπων δεν έφυγε ποτέ από κοντά σου / Είναι κρυμμένη στα ρούχα που μοιράστηκε η γειτονιά  την τρίτη ημέρα / είναι σ’ εκείνο το διπλωμένο κατοστάρικο που βρέθηκε στην μέσα τσέπη απ’ το σακάκι μαζί μ’ ένα τηλέφωνο χωρίς όνομα / Γιατί εκεί ψηλά οι ψυχές των ανθρώπων δεν έχουν πια ονόματα και λένε μεταξύ τους τα πάντα με το βλέμμα και με τις σιωπές».

Απόψε δεν έχω όρεξη να κάνω παρέα με τους ζωντανούς. Μ’ έχει στεναχωρήσει η ιστορία που μου διηγήθηκε ο Γιώργος, ένας συνεργάτης του Μανώλη Ρασούλη που έσπευσε από τους πρώτους στο σπίτι του «δάσκαλου» εκείνο το Σάββατο που μαθεύτηκε ο θάνατός του. Ψάχνοντας λοιπόν τα ρούχα του νεκρού μήπως και βρουν κάποιο στοιχείο για την αιτία του αιφνίδιου χαμού του, οι άνθρωποι βρήκαν ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα των 20 ευρώ στη μία τσέπη κι άλλα δύο των 10 ευρώ στην άλλη. Αυτά ήταν τα μόνα χρήματα του Μανώλη που όλοι ήξεραν πως δεν είχε καθόλου καλή σχέση με τα λεφτά, ειδικά με «τα πολλά» που οι περισσότεροι έχουμε όνειρο ζωής να μαζέψουμε.
Ήταν λοιπόν αυτή η μικρή λεπτομέρεια από την συνολικά συγκλονιστική διαδικασία προετοιμασίας  της εξόδιου ακολουθίας του Ρασούλη που με έκανε να θυμηθώ μια άλλη ιστορία για τον Μάνο Λοΐζο την οποία μου είχε εκμυστηρευτεί ο Μανώλης σε παλαιότερη συνέντευξη για το ραδιόφωνο. Ήταν λέει ο Λοΐζος έτοιμος για το ταξίδι που έμελε να είναι το τελευταίο του στη Ρωσία. Όλοι του έδιναν κουράγιο αλλά αυτός ήξερε καλά πως οι χημειοθεραπείες δε θα είχαν αποτέλεσμα. Έπιασε λοιπόν τον Ρασούλη από την πλάτη, τον κοίταξε με την γνωστή του γλυκύτητα στα μάτια και του είπε: «Πάρε ρε φίλε αυτό το σακάκι για να με θυμάσαι τώρα που θα λείπω…» Το σακάκι για χρόνια στέκονταν μέσα στην ντουλάπα του έλληνα στιχουργού κι ο ίδιος κάποια στιγμή ανακάλυψε πως στη μέσα τσέπη υπήρχε ένα διπλωμένο πενηντάρικο από εκείνα που το 1980 είχαν ακόμα μεγάλη αξία.
Ναι, έτσι κάνουν τελικά οι άνθρωποι. Θυμούνται τους νεκρούς κοιτώντας τα σακάκια τους. Γι αυτό τα μοιράζουν στη γειτονιά μετά την κηδεία. Θέλουν να τα βλέπουν να κινούνται κι έτσι να νομίζουν πως δεν είναι αλήθεια ο χαμός των πρώτων κατόχων τους. Πως κάπου άξαφνα θα εμφανιστούν και θα τους αγκαλιάσουν. «Ευτυχώς, μόλις βρεθώ στην κάμαρά μου έχω φαεινές ιδέες: φορώ το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο», έγραφε ο Τάσος Λειβαδίτης στο «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Ευτυχώς έχω ακόμη μνήμες ζωντανές, σκέφτομαι κι εγώ αυτή τη νύχτα που έχω όρεξη μόνο για κουβέντες γραπτές με τους ζωντανούς και κάνω copy paste μια μικρή λεπτομέρεια από το πρώτο κείμενό μου σ’ αυτό το μπλοκ, ένα κείμενο για την απώλεια του πατέρα μου που αρνούμαι πεισματικά να γίνει συνήθειά μου εδώ και χρόνια: «Προσπαθώ να θυμηθώ τη μέρα που «έφυγε». Γύρω στις 7 το πρωί με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. Είχε πάει να του κάνει καφέ γιατί δεν ένιωθε καλά και είχε αποφασίσει να μην πάει στη δουλειά. Έκανε να σηκωθεί, έπεσε στον διάδρομο, το ασθενοφόρο άργησε κι εμείς μάθαμε στα σκαλιά του Ιπποκράτειου απλά ότι τον πρόδωσε η καρδιά του. Είχα απολυθεί τρεις μέρες πριν απ’ το ναυτικό. Στην τσέπη μου είχα 200 δραχμές κι όταν μερικές μέρες αργότερα βρήκα το παντελόνι της δουλειάς του, έψαξα ασυναίσθητα τις τσέπες. Στη μία είχε μέσα δύο διπλωμένα πεντακοσάρικα. Δεν είπα σε κανέναν ότι τα πήρα κι όταν το βράδυ πήγαμε για μια σοκολάτα με τον Νίκο στο «Ελιξίριο», πλήρωσα εγώ. Ήταν το ωραιότερο πράγμα που ένιωσα γι αυτόν. Σημαντικότερο κι απ’ το γήπεδο κάθε Κυριακή. Σπουδαιότερο κι από το όνομα που έδωσα στον γιο μου. Πιο δυνατό κι από τις ιστορίες που βάζω τον αδελφό του να μου διηγείται. Πέρασαν 14 χρόνια κι εγώ ακόμη βρίσκω στα λερωμένα παντελόνια του διπλωμένα πεντακοσάρικα. Και δεν τελειώνουν ποτέ. Ίσως γιατί δεν «περνάνε» στα κάθε λογής «Ελιξίρια». Ίσως γιατί είναι το μόνο νόμισμα με το οποίο θα μπορούσε να με «προικίσει» αυτός ο τόσο κοινότυπος πατέρας. Ο ένας από τους χιλιάδες που βλέπω να έχουν φτάσει στα εβδομήντα. Ψεύτικα πεντακοσάρικα. Λεφτά χωρίς λεφτά. Ζωή «με τα ψέματα». Γιατί ένα ψέμα μόνον με ψέματα αντέχεται.»
Εύχομαι εκεί ψηλά που βρίσκονται τώρα οι δύο φίλοι, ο Μάνος Λοΐζος και ο Μανώλης Ρασούλης, να κάνουν καλή παρέα μεταξύ τους αλλά και με όλους του γλυκούς, ζεστούς ανθρώπους που έφυγαν απ’ τη ζωή χωρίς λεφτά μα με χιλιάδες μνήμες στη συνείδηση των δικών τους ανθρώπων. Αυτοί είναι οι πραγματικά ζωντανοί. Η καλοσύνη τους, η ομορφιά που σκόρπισαν κάποτε και η ενέργεια που άφησαν πάνω στα αντικείμενα που άγγιξαν είναι η μόνη απόδειξη πως υπήρξαν. Εμείς εδώ κάτω έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας για να στοιχειοθετήσουμε έστω και μια υποψία πως το πέρασμά μας απ’ αυτόν τον κόσμο ίσως και να είναι αληθινό.

2 σχόλια:

  1. Να΄σαι καλά Άκη,που μέσα απο την κατάθεση των προσωπικών στιγμάτων ψυχήs, λειτουργείs ωs προωστήριοs(που λέγαμε και στην Φ/Γ ΘΡΑΚΗ)δύναμιs αισθημάτων σ'εμάs τον κόσμο των ''ζωντανών''.Είθε η δημιουργόs αιτία να κρατά τη μνημοσύνη σου ανέπαφη χρόνου και να σου χαρίζεται απλόχερα το δώρο τηs επίσκεψηs και συντήρησηs των θυμησεών σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπόλογε σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Θυμάμαι πως αρκετά χρόνια μετά τη θητεία μου στη φρεγάτα σε είχα πετύχει στα Χανιά όταν έψαχνα τηλεόραση για να δω την ΠΑΟΚΑΡΑ. Φυσικά ησουνα στον σύνδεσμο μας και έβλεπες τον αγώνα με τα άλλα παιδιά. Να είσαι καλά Βασίλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή