Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Ο «τρόπος» του Μανώλη Ρασούλη


Ηταν καλοκαίρι του 1998 γύρω στις 3 τη νύχτα κι εγώ δεν είχα ακόμα συνηθίσει τον ήχο του πρώτου μου κινητού τηλεφώνου. Σηκώθηκα ζαλισμένος, έψαξα την «γκουμούτσα» της Siemens που μου είχε πασάρει η «Panafon» και πάτησα όλα τα κουμπιά μαζί για να σταματήσει μία ώρα αρχύτερα το εκνευριστικό της κουδούνισμα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Μανώλης Ρασούλης που μόλις είχα γνωρίσει μετά από μία συνέντευξη στο νεότευκτο τότε Ράδιο Εκφραση.




«Ελα Ακη, ελπίζω να μη σε ενοχλώ», μου είπε. «Είμαι στο σπίτι και διαπιστώνω πως εδώ και δύο ώρες ο σταθμός σας παίζει μόνον το «Τίποτα δε χάνεται» και μισό ακόμα τραγούδι του Περίδη και μετά αρχίζει πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή ασταμάτητα». Εκανα κάνα πεντάλεπτο να του απαντήσω. Γλύκανα όσο μπορούσα τη φωνή μου, τον ευχαρίστησα για την πληροφορία κι έπειτα ντύθηκα και κατέβηκα στην οδό Ορφανίδου 1 για να αλλάξω την βιντεοκασέτα που βάζαμε να παίζει όλο το βράδυ αλλά που προφανώς εκείνη τη ζεστή νύχτα του Ιουλίου είχε κολλήσει και μετέδιδε μόνον ένα τραγούδι του Ρασούλη και μισό του Ορφέα Περίδη… Αρχικά σκέφτηκα να αλλάξω πλευρό και να κοιμηθώ αλλά δεν ήμουνα τόσο αναίσθητος. Εφόσον η εκκρεμότητα αυτή ένοιαζε τόσο πολύ τον «μεγάλο στιχουργό» Μανώλη Ρασούλη, εγώ που ήμουνα εργαζόμενος του ραδιοφώνου όφειλα να «τσακιστώ» να πάω να λύσω το πρόβλημα.
Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική μου επαφή με τον μυστήριο τούτο άνθρωπο που πριν λίγες μέρες «έφυγε» από τη ζωή προκαλώντας συγκίνηση στο πανελλήνιο. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν φίλος μου, δεν θα τολμούσα να θεωρήσω τον εαυτό μου «κοντά» στο καλλιτεχνικό του ανάστημα και την ισχυρή προσωπικότητά του, ωστόσο, λόγω δουλειάς, είχα την τύχη να τον συναναστραφώ αρκετά ώστε να έχω σήμερα εκτός από την παρακαταθήκη των τραγουδιών του και μια σειρά από ολοζώντανες αναμνήσεις ήχων και εικόνων… που χαρακτηρίζω «Ρασουλικές».

Θυμάμαι λοιπόν, σα να ήταν χθες, πόσο πολύ μου άρεσε ο δίσκος «Το τρένο φτάνει τελικά στην Κατερίνη», που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα δηλαδή, σε μουσική Χάρη Παπαδόπουλου κι ενώ ο στιχουργός ζούσε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο η συμπάθειά μου προς τον Παπαδόπουλο, λίγο η δισκογραφική εταιρία του «Μύλου» που μου ενέπνεε εμπιστοσύνη, τελικά δεν ήθελε και πολύ για να κάνουμε σουξέ τραγούδια όπως το «Ιλιγγος Σένα» και το «Γκεβάρα». Ο Ρασούλης άκουγε συχνά Ράδιο Εκφραση. Καμάρωνε που ένας άγνωστος δίσκος του ακούγονταν αρκετά. Επαιρνε δύναμη και έδινε δύναμη στον Χάρη Παπαδόπουλο ο οποίος είχε συνθέσει έναν ολόκληρο δίσκο με μελοποιημένη ποίηση Νίκου Καββαδία και δεν μπορούσε να τον κυκλοφορήσει γιατί δεν του έδιναν άδεια οι συγγενείς του ποιητή. Πήρε ο Ρασούλης τις μελωδίες, έβαλε δικούς του στίχους κι εγώ καθημερινά έπαιζα στην πρωινή μου εκπομπή : «Πούθ’ έρχεσαι; - Απ’ την Αλαμάνα. / Πού πας; - στην Κούβα, στην Αβάνα». Ποιόν αγαπάς; - Τον Ολοένα. / Πώς τον λένε; - Ιλιγγο Σένα» (Ο Ρασούλης αναφέρονταν στον βραζιλιάνο οδηγό της Φόρμουλα 1, Αϊτον Σένα,  που είχε σκοτωθεί σε αγώνα ταχύτητας λίγα χρόνια πριν…).

Από τον Ρασούλη θυμάμαι επίσης καθαρά δύο συναυλίες που έδωσε στο «Εντεχνον» το 2000. Μετά την τελική πρόβα φαίνονταν στεναχωρημένος αλλά δεν του έπαιρνες κουβέντα. Ηπιε κάτι, ανέβηκε στη σκηνή χωρίς μουσικούς, πήρε το μικρόφωνο κι ενώ όλοι στον ασφυκτικά γεμάτο χώρο νόμισαν ότι θα αρχίσει να τραγουδάει, αυτός άρχισε να μιλά για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία, για τους Αμερικάνους, τους Εβραίους και του Παλαιστινίους, την οικονομική κρίση, τον βλάκα τον Μπους που πήγαινε για πρόεδρος... Μία ολόκληρη ώρα μιλούσε ο Μανώλης και πάνω που οι πελάτες άρχισαν να ξενερώνουν, ξεκίνησε να τραγουδά αποζημιώνοντάς τους με μια εκπληκτική συναυλία όπου όλα ακροβατούσαν μεταξύ τρυφερής μπαλάντας και τσιφτετελιού, ρομαντικού στίχου και σκωπτικού ύφους, συνειδητοποιημένου πολιτικού προβληματισμού και χαβαλέ. Πάντα στα όρια. Τρελαμένος αλλά όχι τρελός, ανήσυχος αλλά και ψύχραιμος, έτοιμος να οδηγήσει το κοινό αλλά και τον ίδιο στην απόλυτη μέθεξη ήχων και ποτού, με αίσθηση βέβαια του σημείου όπου αυτό πρέπει να σταματήσει. Βρέθηκα σε περισσότερες από δεκαπέντε συναυλίες του. Πάντα ο κόσμος έφευγε «πλήρης» συναισθημάτων και πάντα ο ένας ρωτούσε τον άλλον: «Μα καλά, κι αυτό δικό του τραγούδι είναι;». Ναι, ο Ρασούλης ήταν πάντα αφανής. Η φήμη των τραγουδιών του ταξίδευε πιο μακριά απ’ τον ίδιο. Τα πνευματικά του δικαιώματα τα πληρώθηκαν αδρά όλοι οι άλλοι και λιγότερο αυτός. Δε νομίζω ότι τον ένοιαξε ποτέ η εμφανής αδικία της δισκογραφίας. Ισως και να το επέτεινε μάλιστα για να γλυτώσει από άλλους μπελάδες… Το παρατσούκλι του στην πιάτσα, διαδεδομένο κυρίως από τους ανθρώπους που τον αγαπούσαν, ήταν «Τζεντάι». Εγώ θα τον έλεγα «Σαμουράι» γιατί θεωρώ πως είχε τον αποκλειστικά δικό του «τρόπο» να αποδίδει δικαιοσύνη σε όλα (άνετα  θα μπορούσε να γίνει ταινία του Τζιμ Τζάρμους).
Δε θα ήθελα να τον κρίνω στιχουργικά τον Ρασούλη. Θεωρώ πάντως ότι ήταν καινοτόμος. Τολμούσε να γράψει λόγια που δεν έμοιαζαν με κάτι εδραιωμένο στην εκάστοτε εποχή που κυκλοφορούσαν. Από τα εκατοντάδες μικρά του διαμάντια, μού έκανε εντύπωση ο εξής στίχος, γραμμένος τη δεκαετία του ’80: «Όλα τα ‘χε ξηγημένα μεσ’ τον κήπο ο Θεός / όμως ο Αδάμ και η Εύα το ‘δανε και λίγο αλλιώς». Μπορείτε να το φανταστείτε αυτό το τραγούδι στην εποχή του; Ευτυχώς δεν είχε εκλεγεί ακόμη Αρχιεπίσκοπος ο Χριστόδουλος να τον αφορίσει κι αυτόν και τον Ξυδάκη και τον Παπάζογλου (δεν επεκτείνομαι γιατί δεν έχει νόημα να αναλύω στιχουργικά τον Ρασούλη. Θα το κάνουν άλλοι πολύ καλύτερα).

Θυμάμαι έντονα το πόσο τον πείραξε η δικαστική του περιπέτεια με τον Γιώργο Νταλάρα. Από μια αστεία αφορμή βρέθηκε μπλεγμένος σε δίκες, χρεωμένος με καταδίκες, εξορισμένος στη Βαρκελώνη με ελάχιστους φίλους και λίγα κουράγια. Ένα βράδυ του 2001 όταν η περιπέτειά του είχε λήξει, οι βετεράνοι του ΠΑΟΚ τον κάλεσαν με την ορχήστρα του σε μια εκδήλωσή τους. Τιμώμενο πρόσωπο εν αγνοία όλων ήταν ο… Νταλάρας αλλά ο Ρασούλης, παρ’ ότι προσβεβλημένος έμεινε να παίξει. Τον «έγραψε» κανονικά τον… «Θείο» και δεν το έκανε θέμα γιατί κατάλαβε πως οι βετεράνοι προφανώς δεν ήξεραν για τη μεγάλη τους κόντρα. «Δάσκαλε αν θέλεις φεύγουμε», του είχε πει ο Γιώργος Λίζος αλλά δε χρειάστηκε να το κάνουν.

Θυμάμαι τις βόλτες του Ρασούλη στη Θεσσαλονίκη. Πάντα με το ίδιο μπουφάν, ένα φτηνό μπορντό μάλλινο μπουφάν με μεγάλες τσέπες για να βάζει μέσα τα χέρια του προχωρώντας. Τον έπεισα μια μέρα να λοξοδρομήσει από την Τσιμισκή και να πιούμε έναν καφέ στην Δέλλιου. Μπαίνοντας στην καφετέρια είδαμε σε μια γωνιά το μεγάλο σέντερ – μπακ του ΟΦΗ, Γρηγόρη Τσινό, να συζητά. «Αυτός είναι ο Νουρέγιεφ της Κρήτης», μου είχε πει, φανερώνοντας βαθιά γνώση του ποδοσφαίρου αλλά και αγάπη για τους αθλητές της Κρητικής ομάδας για χάρη των οποίων έγραψε έναν εκπληκτικό δίσκο με τίτλο «Τα ποδοσφαιρικά» όπου εκτός από τον ύμνο του ΟΦΗ είχε σχόλια για τα επεισόδια του Χέιζελ και πολλά ακόμα «φαινόμενα» της εποχής του ’80. Δε θα ξεχάσω επίσης μια τηλεοπτική «βόλτα» του στιχουργού με τον φίλο Γιάννη Τσολακίδη στο γήπεδο της Τούμπας. Ο Ρασούλης κρατούσε ένα παιδικό «φουρφούρι» και η εικόνα μου φάνηκε γλυκιά και ανθρώπινη.

Όλα πλέον είναι γλυκά και ανθρώπινα όταν αναφερόμαστε στον Μανώλη Ρασούλη. Όλα τον θυμίζουν. Μίλησα με την Αναστασία Γρηγοριάδου και ήταν συγκλονισμένη. Το ίδιο και ο Κώστας ο Θεοδωράκης, ραδιοφωνικός συνάδελφος τότε και λογιστής στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ σήμερα. Ο Παπαδανιήλ στεναχωρέθηκε πολύ, ο Γιώργος ο Ρούσσος ανεβάζει τραγούδια του στο facebook, o Αλκης ο Ιωακειμίδης δεν μπορεί να το χωνέψει και μου θυμίζει περιστατικά από τις κουβέντες μας μαζί του. Είπα να πάρω τον Λίζο αλλά το αναβάλω. Είπα να ψάξω τον Ανδρέα τον Καρακότα αλλά δεν έχω κάτι να του πω. Ηθελα απλά να έχω μια εκπομπή στο ραδιόφωνο. Να βάζω τραγούδια του και να συζητώ εκτός αέρα με τους ακροατές. Να πάρω ένα τηλέφωνο τον Γιώργο Κούδα που είναι εδώ και χρόνια πιστός ακροατής και να του ζητήσω να μοιραστεί με τον κόσμο λίγη από την ειλικρινή συγκίνησή του. Ούτε αυτό μπορώ να το κάνω γι αυτό κάθομαι και σκαρώνω το κείμενο που διαβάζετε παρ’ ότι θα ‘πρεπε να γράφω την εργασία μου για τα επαγγελματικά «Σινάφια» του 18ου αιώνα για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Σιγά μην το κάνω. Το μόνο «ανοιχτό σχολείο» που αισθάνομαι ότι τελείωσα είναι το σχολείο της έντεχνης ελληνικής μουσικής και εκεί οι ραδιοφωνικές αλλά και οι έντυπες συνεντεύξεις με τον Ρασούλη ήταν ολόκληρα «κεφάλαια» ουσιαστικής γνώσης. «Δε θα πάω στην κηδεία σου Μανώλη», είχε γράψει σήμερα το μεσημέρι στο Fb ο Σταύρος Ζιώγας ή «Μπακούρος». «Μου τη δίνει που όλοι ποστάρουν τραγούδια σου και που οι πολιτικοί δηλώνουν συντετριμμένοι», συμπλήρωσε (όχι ακριβώς έτσι αλλά κάπως έτσι) ο Σταύρος. Δεν άντεξα και του απάντησα: «Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει ο Μανώλης. Κι αυτός αν μπορούσε δε θα πήγαινε στην κηδεία του…».

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχο κείμενο,υπέροχες οι αναμνήσεις σου Άκη Σακισλόγλου ! ! !
    Καλό του ταξίδι , όπου & αν βρίσκεται . . .

    ΑπάντησηΔιαγραφή