Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η Μαρία που έπινε γάλα με κόκκινο καλαμάκι



Την έβλεπα από μακριά να παρατηρεί τα κτίρια στην Κατούνη αλλά δεν ένιωσα να μου θυμίζει κάτι. Μία νέα κοπέλα ήταν. Απλά ντυμένη, καθόλου μακιγιαρισμένη, με καστανοκόκκινα μαλλιά, μαύρα μάτια και κάτασπρο δέρμα. Ηταν ένα πλάσμα στα όρια αυτού που λέμε «γήινη γυναίκα». Ομορφη όσο η αδελφή μας, η σερβιτόρα στο στέκι ή το κορίτσι στο διπλανό θρανίο. Αν την πρόσεξα ήταν γιατί την είχα αρκετή ώρα στο οπτικό μου πεδίο και συνειδητοποίησα πως η εξεταστική της ματιά θα πέσει πάνω και σε μένα, όπως σκανάριζε και στις τρεις του διαστάσεις το πλακόστρωτο μπροστά στο Χρηματιστήριο. Ετσι ακριβώς κι έγινε. Την είδα να γυρίζει το κεφάλι της προς τα δεξιά, να κατεβάζει το βλέμμα και… να επικεντρώνεται επάνω μου με ένα ύφος ανακούφισης σα να βρήκε αν όχι αυτό που έψαχνε, τουλάχιστον μία άκρη.

Δε χαμογελούσε όσο με πλησίαζε. Για τρία – τέσσερα δευτερόλεπτα νόμιζα ότι για άλλη μια φορά ξέχασα κάποια παλιά γνωριμία και ετοίμαζα μια έξυπνη ατάκα για να την κάνω να μου αποκαλύψει, χωρίς να θυμώσει, από πού με ήξερε. Δε χρειάστηκε. Μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής η κοπέλα που σας περιγράφω μου ψιθύρισε χαμογελώντας : «Αποκλείεται να με θυμηθείς. Με λένε Μαρία και πριν 11 χρόνια κάναμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι παρέα σ’ αυτό το σημείο». Εδειξε με το δεξί της χέρι το μαρμάρινο πεζούλι του φανοστάτη μπροστά στο «Σάρωθρον». Ισως σας φαίνεται παράξενο αλλά δεν χρειαζόμουνα άλλα στοιχεία για να καταλάβω. Την έλεγαν Μαρία, ήταν μικρό παιδί όταν γνωριστήκαμε και… το συγκεκριμένο πεζούλι το ήξερα καλά όταν ήμουν στην ηλικία που έβλεπα αυτήν τώρα. Το μόνο λάθος της ήταν στον υπολογισμό των χρόνων που μεσολάβησαν. Δεν ήταν 11 αλλά 13. Ηταν το καλοκαίρι του 1998. Εγώ σπούδαζα σ’ ένα ΙΙΕΚ κι έβαζα μουσική στο «Σάρωθρον» ενώ αυτή πουλούσε τριαντάφυλλα στα πολύβουα Λαδάδικα. Κάθε νύχτα γύρω στις 4, τελείωνε την δουλειά και σταματούσε λίγο πριν την Τσιμισκή για να της δώσουμε ένα ποτήρι γάλα με καλαμάκι κόκκινο (ή αλλιώς, όπως έλεγε, «με… καθόλου καλαμάκι»).
Δεν είχα πολλές εικόνες στη μνήμη μου για να ανακαλέσω. Τα χρόνια που είχα να την δω ήταν γεμάτα ταχύτητα, έγνοιες, στιγμές δημιουργίας ή αποτυχιών, γεγονότα οριακά που απωθούσαν στο υποσυνείδητο μικρές λεπτομέρειες αυτού του «τρομερού καλοκαιριού του ‘98». Κι όμως, την θυμήθηκα την Μαρία. Ισως γιατί είχα πολλά κρυμμένα συναισθήματα γι’ αυτήν. Είχα σκέψεις βαθιές που ξεπήδησαν από μέσα μου και έγιναν ερωτήσεις που της επιτέθηκαν αχόρταγα: Τι δουλειά κάνει τώρα, πού είναι ο μεγάλος της αδελφός, πού είναι ο πατέρας που την περίμενε στο περίπτερο μπροστά στην τράπεζα; Συνέχισε να χαμογελά κι αφού μου εξήγησε ότι έφυγε από το σπίτι πριν έξι μήνες, μου ζήτησε να της πω για τα υπόλοιπα παιδιά που δούλευαν στο «Σάρωθρον» εκείνη την εποχή. Κατάλαβα ότι ήμουνα πιεστικός και της ζήτησα συγνώμη. Της είπα για την συνονόματή της την Μαρία από την Κρήτη που ήταν σερβιτόρα τότε και την συμπαθούσε πολύ. Της είπα για τον Τέτη που όμως δεν τον θυμότανε και για την Αγλαΐα, την γαλανομάτα κοπέλα του άλλου DJ, του Μανώλη,  που τελικά τον παντρεύτηκε και ζούνε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Της είπα και για μένα αρκετά. Τόσα που δεν ήξερα αν χαμογελούσε από χαρά ή από συμπάθεια που με είχε πιάσει πολυλογία.
Μείναμε μαζί 10 λεπτά. Επέμενα να την κεράσω κάτι αλλά αρνούνταν. Ηξερε ότι δεν είχαμε και πολλά να πούμε. Δεν ήμασταν φίλοι, δεν είχε νόημα να μιλάμε για κάτι που δεν θυμόμασταν καν και… στα μάτια της έβλεπα μια βαθιά πληγή γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής της που μοιραστήκαμε. Σοβάρεψε. Μου είπε να μην ανησυχώ γιατί ξέμπλεξε από τις δουλειές του δρόμου. Είχε μαλώσει με τους γονείς της και μετά τον αδελφό της τους παράτησε κι αυτή. Τώρα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Να μάθει να μην ζητιανεύει ούτε λεφτά, ούτε φαγητό, ούτε συναισθήματα. Να μάθει να μην έχει το χέρι απλωμένο και το βλέμμα χαμένο. Να μάθει να κοιτάει τους ανθρώπους. Να τους πλησιάζει και να τους μιλά. Να μην παίρνει απόσταση από τα πράγματα. Να είναι πάντα παρούσα στις στιγμές της. Να ζει.
Δεν πρέπει να την τρόμαξα. Την άφησα να φύγει λέγοντας πως θα ήθελα κάποια στιγμή να ξαναπεράσει. Όχι άμεσα. Οποτε ήθελε αυτή. Την κοίταξα στα μάτια και είπα από μέσα μου την εξής φράση: «Μικρούλα μου Μαρία. Μην ντρέπεσαι για εκείνα τα σκοτεινά χρόνια. Μην ξεχάσεις άλλες από εκείνες τις στιγμές. Κράτησέ τα όλα καθαρά, όπως το βλέμμα σου όταν μας ζητούσες γάλα, όπως το ένστικτό σου όταν κατάλαβες ότι στο δικό μας μαγαζί ήσουνα ευπρόσδεκτη, όπως η κρίση σου όταν αποφάσισες να μην πουλάς λουλούδια μέσα στο Σάρωθρον από σεβασμό για την αγάπη που εισέπραττες από όλα τα παιδιά που είχαν τότε την ηλικία την σημερινή σου».
Προσπάθησα να της μεταδώσω εγκεφαλικά κάτι που δεν ένιωθα άξιος να της πω. Προσπάθησα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να κινηθώ, να προσκυνήσω το μεγαλείο του πεπρωμένου της. Που είχε την τύχη να ζήσει αυτό που έζησε και να γίνει αυτό που έβλεπα. Ηθελα να την αγκαλιάσω μόνο με το βλέμμα μου και να της αποκαλύψω, χωρίς να της πω κουβέντα, ότι αυτά που δημιουργήσαμε εμείς οι τότε φίλοι της,  απέχουν έτη φωτός από το δικό της κατόρθωμα. Γιατί εμείς ζήσαμε τη ζωή που είχαμε ενώ αυτή έφτιαξε τη ζωή που κέρδισε. Δεν την είχε, την κέρδισε. Για τους ανθρώπους των Λαδάδικων ήταν κάτι σαν παιχνίδι. Ομοια με ένα αδέσποτο σκυλί που τους κουνούσε την ουρά για μια πατάτα. Για τον εαυτό μας την βοηθούσαμε, όχι για αυτήν την ίδια. Για να νιώσουμε καλά. Για να νιώσουμε άνθρωποι δίνοντας ένα κατοστάρικο ή ένα ποτήρι γάλα. Και μόνον γι αυτό έπρεπε να της πω ένα ευχαριστώ. Της το είπα. Κι έφυγε. 

Υ.γ.: Το περιστατικό αυτό είναι πραγματικό και το κείμενο από τα ελάχιστα αυτού του μπλογκ που δεν έγραψα για να μεταφέρω κάτι σε σας. Για μένα το έγραψα. Για να το διαβάζω και μετά από χρόνια. Για να το διαβάζουν και τα παιδιά μου. Ενιωσα ότι η Μαρία έφυγε για πάντα και δεν θα μου ξαναθυμίσει την ιστορία της. Δε θα μου ξαναθυμίσει πόσο τυχερός είμαι που μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με όλου του κόσμου τα αγαθά και με αληθινή αγάπη. Που δεν ήμουνα μεγάλος όταν έπρεπε να είμαι παιδί και που έχω όμορφες μνήμες ως εφόδια  για να μπορώ να ξαναγίνομαι παιδί τώρα που κατάντησα μεγάλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου