Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Για μια θέση στη ζωή των άλλων


Στον προθάλαμο του οφθαλμίατρου έφτασα αρκετή ώρα πριν από το προγραμματισμένο ραντεβού. Είναι μια καινούρια συνήθεια που απέκτησα αυτή. Να πηγαίνω λίγο νωρίτερα σε όλες τις δουλειές μου και να προσπαθώ να δρομολογήσω πριν εκπνεύσουν οι διορίες τις εκκρεμότητές μου. Αν τελικά τα καταφέρω είμαι σίγουρος πως θα έχω λιγότερο άγχος και περισσότερες συμπάθειες στον μικρόκοσμο όσων περιμένουν από μένα το παραμικρό.
Δεν είναι ένας συνηθισμένος ιατρικός χώρος το γραφείο του Στάθη Κοψαχείλη. Στον έναν τοίχο δεσπόζει μια τεράστια βιβλιοθήκη γεμάτη μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές και ιατρικά βιβλία ενώ το στερεοφωνικό είναι συντονισμένο στον Μύθο 93,4 και συνήθως παίζει καλή ελληνική μουσική. Οι υπόλοιποι τοίχοι, βαμμένοι σε ζεστά γήινα χρώματα, έχουν κρεμασμένα έργα του ίδιου του γιατρού που θυμίζουν φαγιούμ και βυζαντινές αγιογραφίες. Πήρα ανάσα, άφησα το παραπεμπτικό και τα κλειδιά μου στο τραπεζάκι και με ελεύθερα χέρια έψαξα να βρω κάτι για να περάσουν τα επόμενα δέκα λεπτά μου. Καβάφης, Δημουλά, Χειμωνάς από την μια πλευρά. Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Ιάμβλιχος, Κικέρωνας από την άλλη. Ψάχνω τον αγαπημένο μου Λειβαδίτη και δεν δυσκολεύομαι να τον βρω σε μια φροντισμένη επίτομη έκδοση με τίτλο «Ποίηση», γραμμένο στο εξώφυλλο σαν κατοχικό σύνθημα σε Αθηναϊκό τοίχο.
Στ’ αλήθεια δεν θυμάμαι αν την ήξερα από πριν αυτήν τη συλλογή, σίγουρα δεν την είχα αγοράσει, ωστόσο ήταν τόσο απότομη και σφοδρή η σύγκρουσή μου μαζί της που ξέχασα κάθε τι που υπήρχε πριν στη σκέψη και τα συναισθήματά μου. Αν τελικά υπάρχει κάτι πριν την Ποίηση.
Εγώ και ο Λειβαδίτης μαζί σ’ ένα γραφείο γεμάτο πίνακες ζωγραφικής και αγαπημένους ραδιοφωνικούς ήχους. Η φωνή του γιατρού να ακούγεται ήπια και ευγενική στο βάθος της κλειστής πόρτας. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων του απαντούσαν με σεβασμό και θαυμασμό. Η γραμματέας μου υπενθύμιζε διακριτικά ότι θα αργήσουμε γιατί οι άνθρωποι είχαν έρθει από μακριά αλλά εγώ είχα κι όλας μαζέψει το διαμάντι μέσα από την καφέ λάσπη της πρωινής μου περιπλάνησης για να το φροντίσω όπως του αξίζει και να το τοποθετήσω ψηλά, στη βιτρίνα του υποσυνείδητου. Απ’ έξω η πόλη συνέχιζε στους απάνθρωπους ρυθμούς της. Αυτοκίνητα διπλοπαρκαρισμένα, σκουπίδια να ξεχειλίζουν απ’ τους κάδους, μηχανάκια στα πεζοδρόμια και καυσαέριο πάνω από τα όρια. Στο μικρό δωμάτιο έξω από το γραφείο του Στάθη ένιωθα σαν σε παράλληλο σύμπαν. Στο σύμπαν μου. Εγώ και ο Λειβαδίτης ή καλύτερα εγώ και η συνείδησή μου. Δεν έχει σημασία τί ακριβώς διάβασα. Ο Λειβαδίτης γράφει με τέτοιο τρόπο που δεν μπορείς εύκολα να αποστηθίσεις φράσεις με την πρώτη ανάγνωση. Μόνον συναισθήματα να κάνεις τατουάζ στην καρδιά σου μπορείς. Με τον παλιό τρόπο. Αυτόν που πονάει. Το ίντερνετ με βοήθησε να βρω κάποιες από τις λέξεις που βρέθηκαν μπροστά στα μάτια μου, λίγο πριν τα εξετάσει ο αγαπημένος μου Στάθης.
  « Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
    μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
    σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
    καλούσε βοήθεια.
    O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
    το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
    Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
    την πικρή θέληση να ζήσουν!
    Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
    οι φίλοι είχαν χαθεί
    κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…
    …και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
    απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
    παιδικές ευπιστίες…
    Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
    των αγέννητων παιδιών…
    και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
    και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
    Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
    Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν από τη στιγμή
    που βρίσκουν μια θέση
    στη ζωή των άλλων.
    Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
    γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.
    Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
    μπροστά στο θάνατο
    ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…
    Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
    οχετούς.
    Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
    απ’ το βάθος των περασμένων.
    …Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
    σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…
    Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
    Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…
    Η πλατεία θα μείνει έρημη
    σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
    λίγη επιείκεια
    της την αρνήθηκαν.
    Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
    να μας προδώσουν…
    Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
    μια θέση
    στη ζωή των άλλων.
    Ή
    ένα θάνατο
    για τη ζωή των άλλων…
Δε θυμάμαι τι υπήρχε στη ζωή μου πριν απ’ αυτό το ποίημα και όσα άλλα πρόλαβα να διαβάσω. Ευτυχώς οι ηλικιωμένοι ασθενείς πριν από μένα άργησαν μισή ώρα. Εβγαιναν να συνέρθουν κάπως από τις σταγόνες που τους έβαζε ο Στάθης και «συννέφιαζα» γιατί νόμιζα ότι θα αναγκαστώ να αφήσω το βιβλίο. Εμπαιναν και πάλι μέσα και συνέχιζα. Άλλο ένα ποίημα. Άλλη μια βουτιά στα συναισθήματα που αγνοούσα ότι μπορούσα να νιώσω. Κι έπειτα ήρθε η ώρα να μου χαμογελάσει ο Στάθης. Να με ρωτήσει για τα παιδιά και την Αλίκη, να μάθει γιατί έφυγα ΚΑΙ από το Ράδιο Θεσσαλονίκη ΚΑΙ από τον Αγγελιοφόρο. Και να χαμογελάει συνέχεια σαν κάποιον φίλο μου από το δημοτικό. Να ανοίγει συζήτηση για τις δημοτικές εκλογές, τον Μπουτάρη, τη χαρά που ένοιωσε στην ιδέα ότι κάτι πάει να αλλάξει. Παράλληλα η γραμματέας να μπαίνει μέσα για υπογραφές και οδηγίες σχετικά με κάτι συνταγές. Κι όλο να του υπενθυμίζει πως τον περιμένουν στην κλινική για δύο επεμβάσεις κι έχει αργήσει αλλά αυτός να απαντά κοιτώντας πάντοτε εμένα στα μάτια κι έπειτα να ζητά να μάθει κι άλλα για τη ζωή μετά την εφημερίδα και για το αν θα ξανακάνω ραδιόφωνο στο Μύθο για να με ξαναβάλει στη ζωή του.  

 Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο τα μάτια μου. Τουλάχιστον δεν ήταν η μυωπία που ευθύνονταν για το ότι δεν έβλεπα όλα αυτά τα όμορφα πράγματα γύρω μου την μακρινή π.Σ. εποχή. Ο Στάθης μου πρότεινε να μην αλλάξω γυαλιά, απλά να τα φοράω περισσότερο. Συνεχίσαμε τη συζήτηση κι άρχισα κι εγώ να τον ρωτώ για τον γιο του που έφτασε γυμνάσιο κι έχει μπει στην εφηβεία αλλά και για την κόρη του που πέρασε πανεπιστήμιο και λείπει στην Κέρκυρα. Ολη αυτή η κουβέντα ένιωθα πως είχε μια «υπεραξία». Την αξία που μου έδωσε λίγο πριν ο Λειβαδίτης.
Εφυγα από το ιατρείο με τα μάτια κόκκινα από το υγρό που μου έβαλε για να με εξετάσει. Όλα ήταν θαμπά αλλά εγώ για πρώτη φορά έβλεπα πραγματικά καθαρά κι ήθελα να τρέξω στο «Σάρωθρον» να αγκαλιάσω την κόρη μου. Την είχα πάρει νωρίτερα από το σχολείο και περιμέναμε την μάνα της στα Λαδάδικα μέχρι που εγώ έφυγα για να πάω στον αγαπημένο μου Στάθη. Ηθελα τόσο να την δω. Να της παραδεχτώ ότι την αγαπώ λιγότερο απ’ όσο νομίζει και να προσπαθήσω να την αγαπήσω όσο λαχταρά αυτή γιατί, τι στο καλό, τελικά την αγαπώ περισσότερο απ’ όσο νομίζω… Ηθελα να δώσω κι ένα φιλί στη γυναίκα μου. Να της πω πως όπου ο Λειβαδίτης γράφει «αγαπημένη» εγώ βλέπω μπροστά μου την εικόνα της και ειδικά για μια φράση του είμαι σίγουρος πως την έγραψε εκ μέρους μου για κείνην, απλά άφησε το «Μαρία» για να μην με εκθέσει που είμαι τόσο τυφλός και δεν μπόρεσα ακόμη να γράψω κάτι αντάξιό του μόνος μου.
«Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου…;»
- «Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί».
- «Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή».
Δεν έχω καταλάβει ακόμη τί είναι η Ποίηση. Χθες ήταν απλά «η αναπάντεχη ανακάλυψή της». Σαν ένα τραγούδι που πρόλαβα στην τελευταία του στροφή ψάχνοντας ανόρεχτα στην μπάντα των Fm. Μαλάκωσα. Στην οθόνη του μυαλού παρέλασαν κι άλλα αγαπημένα μου πρόσωπα. Η Παυλίνα, που μπορεί να σου απαγγείλει απ’ έξω όλο το «Βιολί για μονόχειρα». Η Κική που στην αρχή δεν ενθουσιάστηκε με την συλλογή που της έκανα δώρο αλλά πρόσφατα τη συνέλαβα να ανεβάζει έναν ωραίο στίχο του ποιητή στο gmail της… Και δεν μπήκα καν στη διαδικασία να τις πάρω τηλέφωνο και να τις πω κάτι. Ημουν τόσο σίγουρος πως ήδη κατάλαβαν. Τόσο πλήρης που είπα μόνον αυτά και αποσιώπησα τα άλλα. Τόσο ικανοποιημένος που δεν έστριψα για κάπου αλλού στην πορεία, πού έγιναν όλα έτσι, κι όχι «λίγο αλλιώς». Φυσούσε νοτιάς. Αυτό το θυμάμαι καλά. 22 βαθμοί στην τελευταία μέρα του Νοέμβρη. Φοβήθηκα να μην πεθάνω, δε σας το κρύβω. Πρώτη φορά που είπα ότι θα ήθελα να ζήσω κι άλλα. Να πω κι άλλα. Να δώσω κι άλλα. «Γιατί τον κόσμο, μόνον όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Εβαλα δυο στίχους του ποιητή στο προφίλ μου στο facebook. Ολη την επόμενη μέρα λάμβανα ειδοποιήσεις. Ενας μου έλεγε ότι του άρεσε. Άλλος πρόσθετε στίχους από τη συνέχεια του ποιήματος. Μαζευτήκαμε καμιά τριανταριά και μοιραστήκαμε τον κόσμο του Λειβαδίτη. Εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή υπήρχε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου